Новогреческий словарь
γούρμος
γούρμ|ος
зрелый, спелый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
зрелый
? —
γούρμος
как на
(ново)греческом
будет слово
спелый
? —
γούρμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
γούρμος
? — зрелый, спелый
#
(ново)греческий словарь
—
λεπτογραμμένος
—
σημειωμένος
—
αναφωνώ
—
εσπέριος
—
ειδησεολογία
—
ρουμπινές
—
μαντάρι
—
μαίνομαι
—
μαντιλάκι
—
αποτυχία
—
παραπλανάω
—
αγανιάζω
—
αθλομανία
—
ακατάληπτα
—
νεόπλασμα
—
γουρουνότριχος
—
γλωσσοδέρνομαι
—
κοπάζω
—
ξεσέλλωτος
—
αποδιδόμενος
—
αποπάτημα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,