|
стерилизующий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стерилизующий? — αποστειρωτικός как с (ново)греческого переводится слово αποστειρωτικός? — стерилизующий — συνεκπαίδευση — τρουακάρ — παράβολο — παραγυιός — ενδεκαπλασιάζω — θεραπεύω — βοδινός — τραγουδάω — υποδηματοποιός — εξολίσθηση — κρότων — μαλαχτάρι — τρυγονάκι — ρώγα — οχιά — ξανοστίζω — αποπαίδι — εγκάρσια — ξεσκώ — σποραδικός — περιαυχένιο |
|||