|
интернациональный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово интернациональный? — διεθνιστικός как с (ново)греческого переводится слово διεθνιστικός? — интернациональный — συνέβγαλμος — σάλιαγκος — παρεκβατικός — συγκαταλέγομαι — καλαμίδι — αναστενάζω — συντρόφευμα — ιατροσόφι — κεραυνοβόλα — σκαλιστής — πλειοψηφούσα — σκληρόφυλλος — χαλκογραφία — πάγα — μονόκαρπος — εκπορνεύω — αποβύζι — ανεμοδουλειά — σκολιός — λουσμένος — καραγκιόζης |
|||