Новогреческий словарь
εξάδελφος
εξάδελφ|ος
ο
двоюродный брат
;
δεύτερος ~ — троюродный брат
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
двоюродный брат
? —
εξάδελφος
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξάδελφος
? — двоюродный брат
#
(ново)греческий словарь
—
επταετής
—
σούμα
—
εντοπισμός
—
κυνοφοβία
—
σφυγμός
—
χνουδιάζω
—
πλευριτώνω
—
παρατυπία
—
διακεκριμένος
—
εκατοντούτης
—
κρατικοδίαιτος
—
εισήγαγα
—
αποξεχνάω
—
στυππίον
—
ανωτερότητα
—
ασπηστος
—
κωδωνίσκος
—
βρέξιμο
—
αλλιάδα
—
βδελυγμία
—
συγκινητικότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве