πρωτομαρτιάτικος

формы словаβ
πρωτομαρτιάτικος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово πρωτομαρτιάτικος? —


άπλωμαγνεθολόγημααρχαιολογικόςξυλόστρωτοπρογονισμόςαναθαρρώαρνησιδοξίαπροσήνεμαμονόφυλλοςδυσδιάκριτοςπροανακρίνωανεξάλειφτοςξεκαπίστρωμαυετόμετρονχαμολίβανοαγγειεκτασίαλιρέτταγκιαούραφήκαπροφτάνωπεντάλιρο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit