|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πρωτομαρτιάτικος? — — άπλωμα — γνεθολόγημα — αρχαιολογικός — ξυλόστρωτο — προγονισμός — αναθαρρώ — αρνησιδοξία — προσήνεμα — μονόφυλλος — δυσδιάκριτος — προανακρίνω — ανεξάλειφτος — ξεκαπίστρωμα — υετόμετρον — χαμολίβανο — αγγειεκτασία — λιρέττα — γκιαούρ — αφήκα — προφτάνω — πεντάλιρο |
|||