Новогреческий словарь
μπότσα
μπότσα
η
боца
(мера жидкости, равная двум ока или 2,56 л)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
боца
? —
μπότσα
как с
(ново)греческого
переводится слово
μπότσα
? — боца
#
(ново)греческий словарь
—
δουλοπρεπής
—
λιμοκοντόρος
—
οικονομιούμαι
—
βουτυροποιός
—
χαλκοτυπικός
—
αναδιοργανώτρια
—
κουβαδάκι
—
απιλογιέμαι
—
Πέρσης
—
αναγκαστικός
—
Ναΐτης
—
τεσσαρακοστό
—
γλιστριόρικος
—
σελιδαρίθμηση
—
ναυτολογία
—
μέλαθρον
—
καταιονιστήρας
—
σοκάρω
—
πρώρα
—
κωμωδιοποιός
—
στόμιο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве