Новогреческий словарь
ζευκτό
ζευκτό
το
стропило; ферма
;
~ γέφυρας — ферма моста
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стропило
? —
ζευκτό
как на
(ново)греческом
будет слово
ферма
? —
ζευκτό
как с
(ново)греческого
переводится слово
ζευκτό
? — стропило, ферма
#
(ново)греческий словарь
—
αλκάλωση
—
νηματοβαρίδιο
—
ενηλικίωση
—
υπαρξιακός
—
στρογγυλοκάθομαι
—
σχολιάζω
—
χωρογραφία
—
αγοραίο
—
μονύδριο
—
βροντοβόλημα
—
αφιλόδοξος
—
ξεμπαρκάρω
—
ίνωμα
—
οδομετρία
—
πονηρό
—
επαρκώ
—
αρτοπαρασκευαστής
—
γαλβανοπλαστική
—
σαπρόφιλα
—
πρωϊμότητα
—
ιστιορραφίς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,