|
το магазин(__,__) торгующий сыром #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово магазин, торгующий сыром? — τυροπωλείο как с (ново)греческого переводится слово τυροπωλείο? — магазин, торгующий сыром — συμπιλητής — αετίσιος — πενταμελής — αρχοντάνθρωπος — μεταξοϋφαντουργία — ξέκρεμος — χύμισμα — άρον άρον — αδαής — φλουρί — διοριζόμενος — πείθω — έμβιος — περιφέρω — στατική — σουτζουκάκι — τελειόφοιτος — προορατικότητα — μεροξημερώνομαι — τσιμπηματάκι — καροτο |
|||