|
проезжий (о дороге) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово проезжий? — αμαξιτός как с (ново)греческого переводится слово αμαξιτός? — проезжий — απήδηχτος — χειροτεχνία — αναδεχτός — διαμοίρασμός — μαρτύριο — θούριο — χοντρόκωλη — πολισμάνος — βουρλίζω — ξέπασχα — αεροπορία — γλυκοχαμόγελος — κτενοποιία — ηλεκτρόδιο — πόνεμα — παρέστιος — αποδόσιμος — αρτοβιομηχανία — χοντρούλης — διπληγία — γεροντοπέφτω |
|||