|
анат. пястный; ~ διάρθρωσις — пястный сустав #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пястный? — μεσοκάρπιος как с (ново)греческого переводится слово μεσοκάρπιος? — пястный — ζωολατρικός — δευτερογαμία — εντάμωση — αζάλωτος — ανορθοδοξία — συνδιδακτικός — στέρεα — αρίθμηση — καταλήγω — συνάχωμα — άλουτρος — πινάκιο — επεπήχθην — οβελίζομαι — ασυναρτησία — μπανάκι — οινόφιλος — αναντιάζω — πυογένεια — αλλαξοφεγγαριά — προκατειλημμένος |
|||