Новогреческий словарь
μεσοκάρπιος
μεσοκάρπι|ος
анат.
пястный
;
~ διάρθρωσις — пястный сустав
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пястный
? —
μεσοκάρπιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μεσοκάρπιος
? — пястный
#
(ново)греческий словарь
—
ασημόσκονη
—
μεταβάπτισμα
—
σπογγαλιευτικός
—
ξενώνας
—
βόλεμα
—
γιωματίζω
—
αλληλοκαθορισμός
—
ρητινούχος
—
αψιθιά
—
αρχιληστής
—
μελής
—
αλληλοβοήθεια
—
δαιμονολογία
—
διατακτικό
—
αυταρχία
—
πιλάλημα
—
βατός
—
αζεμάτιαστος
—
ηλεκτροδιάγνωση
—
γροίκηση
—
μαυρομουργιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве