μεσοκάρπι|ος

формы словаβ
μεσοκάρπι|ος
анат. пястный;
          ~ διάρθρωσις — пястный сустав



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово пястный? — μεσοκάρπιος
как с (ново)греческого переводится слово μεσοκάρπιος? — пястный


ζωολατρικόςδευτερογαμίαεντάμωσηαζάλωτοςανορθοδοξίασυνδιδακτικόςστέρεααρίθμησηκαταλήγωσυνάχωμαάλουτροςπινάκιοεπεπήχθηνοβελίζομαιασυναρτησίαμπανάκιοινόφιλοςαναντιάζωπυογένειααλλαξοφεγγαριάπροκατειλημμένος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit