|
(-ιδος) η коренная жительница #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коренная жительница? — κατοικοδημότις как с (ново)греческого переводится слово κατοικοδημότις? — коренная жительница — ιδιόγραφος — αρβυλάδικο — σκαπουλάρισμα — διαρθρωτικός — μικροφάγα — σούρωμα — λυγιστός — άστυφτος — δασκαλικός — αναφωνώ — θηλυπρεπής — περουκιέρης — μούχρωμα — αγριοκόριτσο — πάθος — στενοσόκακο — συμπυρσοκρότησις — αυριανός — ηλεκτρικό δυναμικό — βαθύνους — νομοθέτης |
|||