Новогреческий словарь
αποστόμωμα
αποστόμωμα
το 1)
удачная реплика
;
2)
затупление
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
удачная реплика
? —
αποστόμωμα
как на
(ново)греческом
будет слово
затупление
? —
αποστόμωμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποστόμωμα
? — удачная реплика, затупление
#
(ново)греческий словарь
—
ποζάρω
—
βασιλοκόλαξ
—
αλκάνη
—
απολιόρκητος
—
ψευτοφιλία
—
ράφτω
—
ισχιαλγία
—
πλάκωμα
—
καρδιοσωσμός
—
κανονάρχημα
—
λατομική
—
κουσελιάρης
—
διαθήκη
—
βάρυπνος
—
πιτυργιάζω
—
ακροδακτύλιον
—
σκάση
—
μονότροχος
—
αερικό
—
πυρίτιδα
—
σαβανώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,