Новогреческий словарь
επιλείανση
επιλείανση
(-εως) η уст.
полировка, шлифовка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
полировка
? —
επιλείανση
как на
(ново)греческом
будет слово
шлифовка
? —
επιλείανση
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιλείανση
? — полировка, шлифовка
#
(ново)греческий словарь
—
αξεδιάλυτος
—
ρευματιά
—
λιανεύω
—
αβατσίνιαστος
—
οικοτεχνία
—
προτελευταίος
—
καρφιτσούλα
—
προεξοφλήσιμος
—
γαστρώνομαι
—
αυτοφαγία
—
πάπυρος
—
ημιονοστάσιον
—
εκκολάπτομαι
—
γαλαζοαίματος
—
πυροηλεκτρικός
—
θεσσαλικά
—
σκληρέγχυμα
—
λευτερώνομαι
—
κοντολογίς
—
παράλλαγμα
—
κολιαρούδι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве