|
совершенно слепой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово совершенно слепой? — ολότυφλος как с (ново)греческого переводится слово ολότυφλος? — совершенно слепой — υπόθετο — ελικόμορφος — ομοιοπολικός — μπάς-τσαούσης — μπουρεκάκι — φτηνοδουλειά — μπακαλική — βαρέλι — τσατίζω — σινολόγος — μπουμπουνητό — κεφαλαιοκρατισμός — άγαλος — μεταξοκλώστης — κυμβαλίστρια — ξεπλήρωμα — ψυχοπαθολογία — ειδολογικός — πέραν — κορδακισμός — νεφρίτιδα |
|||