|
η гуммилак; шеллак #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гуммилак? — λάκα как на (ново)греческом будет слово шеллак? — λάκα как с (ново)греческого переводится слово λάκα? — гуммилак, шеллак — σκάλισμα — κυστόλιθος — μισανοικτός — τσιμινιέρα — βραδυφλογία — αμμόλοφος — καλοθυμάμαι — ελαιοφόρος — βλαισόπους — επανασυζήτηση — χαμοβούνι — ανώι — ανάρπαστος — αλληλοπρόγονα — παπουτσώνω — χτικιάρα — μαγκάλι — θειοηγή — αμνησίθεος — τακουνάς — βασιλεία |
|||