|
ο коршун #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коршун? — μίλβος как с (ново)греческого переводится слово μίλβος? — коршун — απαρόμοιαστος — μπατάρισμα — σκαλιστήρι — κοκκωτός — πολιός — αστισμός — αυτοκαλλιεργούμαι — εύνομος — αντιστοιχία — σπουργίτης — αχυρόχρους — πορφυροβαφής — αντσούγια — μυρμηκίαση — εγκαρδκοτικός — χαμογέλιο — εμβοή — κείμενος — πληκτικά — πουντάρω — αμαυρός |
|||