|
кровоостанавливающий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кровоостанавливающий? — αιμοστατικός как с (ново)греческого переводится слово αιμοστατικός? — кровоостанавливающий — πομπεύω — αεροβάτης — αμβλυκόρυφος — καράφλας — οργανοταξία — καργάρω — πεταλουργός — δεκάτευμα — ημέρευμα — υιοθεσία — μπρούσκος — μελάνιασμα — υπομνηματίζω — αυθυποταγή — μητερούλα — εντερονίδα — ζιζυφιά — κουτουρού — ξύλο — φορτσάρισμα — συμπίπτω |
|||