|
ο спекулянт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спекулянт? — μαυραγορήτης как с (ново)греческого переводится слово μαυραγορήτης? — спекулянт — κρεόζωτον — γονατιστήρι — ανοισχυντία — απλά — ανηφορικός — ιαπετικός — παρασιτοκτόνος — ηώς — λειξιάρης — στυλιστικός — δαφνόφυλλο — μουνούχισμα — φαρμακευτική — μεσάτος — διατακτικός — ολισθαίνω — σκουφάτος — πλακατζής — επιβεβαιώ — αζημίωτο — κεφαλιάτικο |
|||