Новогреческий словарь
επέστην
επέστην
αόρ. от εφίσταμαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
επέστην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αστεροσκοπείο
—
μονογαμικός
—
εξυμνητικά
—
ναί
—
αστροθεσία
—
τεκμαίρομαι
—
πυρετογόνος
—
κίνητρο
—
χιλιετής
—
μοσκοβόλημα
—
συρρικνώνομαι
—
πλατύρρινος
—
ξανοστεύω
—
ραδιοθεραπεία
—
χολιάω
—
διδακτήριο
—
αναγορεύομαι διδάκτωρ
—
χρώς
—
πρωρατεύω
—
πίπα
—
ψυχογραφώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве