|
с трудом управляемый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово с трудом управляемый? — δυσδιοίκητος как с (ново)греческого переводится слово δυσδιοίκητος? — с трудом управляемый — σπιθαμή — μονομερής — σκανδαλιάρης — δευτερότοκος — απόχηρος — εμετολογία — ψευδότοιχος — έκπτωτος — άπαχος — ανισόπλευρος — καροτσιέρης — νησσοτροφία — μοσχαρίσιος — σωματομετρικός — γιασακτζής — επιμέλεια — Δήμητρα — οφθαλμόρροια — συμφύρω — αντιπροσωπευτικότητα — απύλωτος |
|||