|
содержаться, заключаться (в чём-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово содержаться? — περιέχομαι как на (ново)греческом будет слово заключаться? — περιέχομαι как с (ново)греческого переводится слово περιέχομαι? — содержаться, заключаться — αμφίστομος — Φερενίκη — φαρσέρ — διασπείρω — ισοχρονισμός — σύμβαση — φηρίκι — τεσσαρακονταετής — ενδιάμεσο — αποσιωπητικά — οπισθοχωρητικός — αλαφροπιάνω — σιμά — αδαημοσύνη — εμπειριοκριτικισμός — αποτεμαχίζω — ειρηνοδίκης — οστεομυελίτιδα — αναρμόνιος — απαζάρευτα — ασπροφορεμένος |
|||