|
оливковый, оливкового цвета #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оливковый? — ελαιόχρους как на (ново)греческом будет слово оливкового цвета? — ελαιόχρους как с (ново)греческого переводится слово ελαιόχρους? — оливковый, оливкового цвета — λιπιά — χρωμολιθογραφικός — κλοπιμαίος — προλεταριοποίηση — παλινωδώ — τροχόσπιτο — μαρξιστικός — ιερουργία — ρεμπέλιασμα — πιότερο — μυτίζω — αιματάλευρο — τοκοχρεωλύσιο — πιττακώνω — κάμινος — προμηθεϊκός — δεκαεπταετία — γούσα — ταχυδρομίζω — παρογνωρίζω — ανασκουμπώνομαι |
|||