|
η капризница; жеманница #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово капризница? — κατσαμακλού как на (ново)греческом будет слово жеманница? — κατσαμακλού как с (ново)греческого переводится слово κατσαμακλού? — капризница, жеманница — οψικευόμενος — σπληναλγία — ιστιοραφώ — κατάσχω — υπνολαλίο — ακανόνιστον — κυρά — νήνεμος — ομοιόμορφος — αψύχωτος — ξυπνώ — βαρκάδα — δεκαπλασιάζω — τραγωδιογράφος — κατάρα — κατώτερος — ψεμματούρης — λιβελλογράφημα — αφασία — μορφολογικός — κατάπλωρος |
|||