Новогреческий словарь
τράμ
τράμ
το
трамвай
;
παίρνω τό ~ — садиться на трамвай
;
στάση τού ~ — трамвайная остановка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
трамвай
? —
τράμ
как с
(ново)греческого
переводится слово
τράμ
? — трамвай
#
(ново)греческий словарь
—
θερμοπαρακαλώ
—
αντεξάγω
—
αχυροκόπος
—
ελαφρόποδός
—
οικοδομήσιμος
—
λάρνα
—
συνδικαλισμός
—
ρεγχασμός
—
μακρινός
—
ταχυμάθεια
—
γύναικόσόϊ
—
ομοιωματικά
—
αντερωτώ
—
ξετιμάω
—
σεξουαλικός
—
τρυφάω
—
εκκρεμώ
—
αραβίδα
—
εμψυχώνομαι
—
ματζαφλάρι
—
φαλαιναλιευτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω