|
το трамвай; παίρνω τό ~ — садиться на трамвай; στάση τού ~ — трамвайная остановка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трамвай? — τράμ как с (ново)греческого переводится слово τράμ? — трамвай — κρυπτογραφικά — λαγχάνω — οκτάεδρος — βαμβάκι — πυελοπλαστική — άλκιμος — πέννα — μουρντάρεμα — ψώνιο — διαλεχτής — αιμόπτυση — τσίρκο — ξεροβόρι — ασβεστόχριση — ντιβανοκασέλα — αμακατζίδικος — οδοντικός — πασίγνωστος — σύφλογο — μιλιταρισμός — επιτετηδευμένος |
|||