εποχικότητα

формы словаβ
εποχικότητα



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово εποχικότητα? —


αθυτοςοξυδέρκειατσάρεβιτςσυμπαραλαμβάνωεπανεξετάζωυπογένειονστατικόςσυγκινητικόςθητεύωρόδιοςπυριτιδόκονιςγρηγορωσύνηδιαβιώβούταςυίοθεσίαΔημήτρηςεύφλεχτοςστούμπιπρωτομαθαίνωπαγοδρομώχαλβάς




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit