|
шок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шок? — σόκ как с (ново)греческого переводится слово σόκ? — шок — γουναρικό — Κιργίσος — σπεσιαλιτέ — υαλοκρύσταλλος — λαζούλιθος — κυμαίνομαι — μαϊμουδίζω — στρατοπεδευμένος — λάβαρο — ρεφούζιο — ελώδης — ωμορφονιά — ξεμούδιασμα — σίτιση — ρουμπώνω — φρουτοθεραπεία — αναβρυτός — ξυλόγατα — κουτόφραγκος — εγχειρητική — δισεκατομμύριο |
|||