Новогреческий словарь
αγιασμένος
αγιασμένος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγιασμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ροδακινέα
—
καρυδόφυλλο
—
αναιρώ
—
ροδοκοκκινίζω
—
ξανθοτρίχης
—
επίθημα
—
εισβαίνω
—
αφύδρανση
—
απορριμματοφόρο
—
εγκεχυμένος
—
πλευροκοπώ
—
υπερηφανεύομαι
—
παλαβός
—
μουσικοκριτική
—
ιχθυέλαιον
—
λογιωτάτη
—
παρθενωπός
—
αψιδώνω
—
μονοτυπία
—
βλαστοφυής
—
καταψυκτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве