|
τα мн.ч. от βάθος #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βάθια? — — φιγουράρω — γκανίζω — πείσμα — κρομμυδόφλουδα — βενεζουελανός — απέκκριση — αρχοντεύω — ανάρδευτος — ελεήμων — συμβατικός — στέφος — παρηγορητικός — συσσίτιο — εκπορίζομαι — παιχνιδομηχανή — ματζουράνα — τηλεπικοινωνία — κάμα — νήσσα — μονοπόδαρος — ελευθέρωση |
|||