|
анат. плечевой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плечевой? — βραχιονικός как с (ново)греческого переводится слово βραχιονικός? — плечевой — αλλόχθων — βαριόμοιρος — κιονοστοιχία — πρόστυχος — ναυλαγορά — μαστόδοντας — νυχτοπέτα — αστροφωτόμετρο — κοντανάσα — δουλεμπορικός — άδικος — ανθυποβρυχιακός — παρακυλιέμαι — πελεκημένος — αναπαριστάνω — ευπαίδευτος — ψαροκάικο — κρατικοποίηση — σύγκλυση — υπερκορεσμός — κολακεία |
|||