|
ο тот(__,__) кто помещает на склад, в хранилище #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тот, кто помещает на склад? — εναποθηκευτής как с (ново)греческого переводится слово εναποθηκευτής? — тот, кто помещает на склад — ακυτταρικός — μαργαρίτα — πενταπλασιάζω — τσιριμόνια — ψιθύρισμα — ατομικιστικός — τροχιοδρομικός — συμβιώνω — ομοιόθερμος — στρίφωμα — τομή — εφελκίδωση — λόχμη — βεργόλιγνος — Φ;φ — βρόχος — διέρεισμα — ακομπανιάτορος — γρόθος — ανθηφορία — τρίχας |
|||