|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καναρινάκι? — — πλοιοκτήτρια — φρυγμός — γυμνασιαρχεία — παραθυρόφυλλο — βαγιοκλαδίζω — μπίτι — χάρά — αυτόγυρο — αρωγός — αλοπηγός — ωστήρας — κατάβρεξη — θαλασσοκράτορας — παρασιτισμός — λογχόφυλλος — εκτασίμετρον — ελαφοκέφαλος — εμπλακείς — καφετζής — επιτόπιος — χαλκός |
|||