|
ο владыка (обращение к высшему духовному лицу) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово владыка? — δέσποτας как с (ново)греческого переводится слово δέσποτας? — владыка — φθονούμαι — βέλτιστος — λιοτρόπι — κρεοφάγος — αγκυροβόλημα — οντουλασιόν — αιματοκαλλιέργεια — μπακίρωμα — όσπριο — πλύντης — θάμα — εκπαρθενευτής — ραδιοφάρος — καρφώνομαι — Σταυρούλα — εξαωδία — σπόγγισμα — διαφορικός — ιδιοπαθής — ξιφιός — ξεροπήγαδο |
|||