|
ο работник пошивочной мастерской #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово работник пошивочной мастерской? — ραπτεργάτης как с (ново)греческого переводится слово ραπτεργάτης? — работник пошивочной мастерской — δοσύλλιον — αξάπλωτος — πληθυσμογράφος — απαλλοτριώσιμος — μαχμούρλίδισσα — θαλασσοδαρμένος — ζούδιο — νομοσχέδιο — αποτρεπτικός — συμφραζόμενα — επικονιασμός — μαλακοκεφτές — βασιλίκι — χωματουργία — δωδέκατος — βλαστολόγία — μπριάνι — κοινότητα — συγγενολόι — κακοφτιαγμένος — διοπτρική |
|||