|
фосфоресцировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фосфоресцировать? — φθορίζω как с (ново)греческого переводится слово φθορίζω? — фосфоресцировать — νοημοσύνη — εισβολή — μηλόχορτο — σαλπιγγίτιδα — σταύρωμα — γεώμορο — μικκύλιο — μεγαλουσιάνος — πελεκούδα — άφταστος — πύραυνος — αυτοψηφίζομαι — μπεζεβέγκης — δοκιμαστήριος — φλοιοχρωστική — καλίγα — προβληματίζομαι — ακατάληκτος — διενεργώ — απαράδοτος — κρυμμένος |
|||