|
προστ. от ορίζω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ορίστε? — — υδρογονικός — ραβδίζω — γύναικόσόϊ — υλιστής — ταπέτο — αθερινιά — κολοκυθόπιτα — λάβωμα — κοιλοπόνεμα — διαβατικός — ανεκτικός — ιστοσελίδας — κουκκούτσι — καλωσορίζω — πενία — καταχθόνιος — ασημοκοπώ — ψευδοκλασικισμός — αναφυσητό — μαυροπελαργός — εξασφάλιση |
|||