|
Гордость #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово περηφάνια? — — γναφεύω — καμπούρης — στιχουργώ — πέδικλο — αμολλιέμαι — αλλόφρων — ρεύση — φθογγολογία — ενδιαίτημα — στάθμιση — τεμπελχανιό — συλλεκτικός — αριά — γκριζόλα — αυτόπτρια — εικόνισμα — διευθέτηση — χρονοδιακόπτης — αυτοδιοίκητος — πάντοτε — λιονοτρεμούλα |
|||