|
το эдельвейс #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эдельвейс? — εδελβάϊς как с (ново)греческого переводится слово εδελβάϊς? — эдельвейс — συνουσιάζομαι — ταξιδεμένος — ίκτερος — αποταγή — αντεγκαλώ — άλεκτος — αισθηματίας — τυχαίο — χαλκωματάς — σκαρούσα — συμπιεστικός — μείζων — ξεγέννημα — καθήκον — αεροβασία — περιοδεύω — συνομολόγηση — λεπτουργικός — δασοφυλακείο — στεγνωτήρας — αιματογενής |
|||