|
позвоночный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово позвоночный? — ενσπόνδυλος как с (ново)греческого переводится слово ενσπόνδυλος? — позвоночный — σπονδυλωτό — αφίχθην — επανέλεγχος — σύρτης — συναγωνίζομαι — πολλαπλάσιο — ομοφωνώ — μονόζυγο — φυσαλίδα — σκαρλατίνα — ευθυμογραφία — εκφυσώ — μέγιστο — χτικιάρικα — επιχειρησιακός — ανεμώδης — ησυχάζω — λευκαντικό — μαροκινός — φυσιογνώστης — κακομαθαίνω |
|||