|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αρχιεροσύνη? — — λιχνεύω — συρτή — αυτοσχέδιος — πλευρεκτομία — εξαερωτικός — αρέσκω — στράγγισμα — γάγγραινα — γεναριάτικα — υπόταξη — πλησίος — αυτουδά — τρικέφαλος — αποστενώνω — παρυδάτιος — αντιπληθωρικός — αστερώνομαι — τροφικός — ακαλλώπιστος — θεματολογία — πετσοκόβω |
|||