|
без настроения, неохотно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово без настроения? — ακεφα как на (ново)греческом будет слово неохотно? — ακεφα как с (ново)греческого переводится слово ακεφα? — без настроения, неохотно — καμινιάζω — εκτιμήτρια — τρομπάρισμα — θριαμβευτικά — βρήκα — πελούζα — αντιπρυτανεία — ετερομιξία — μαζωχτός — τρίμηνος — σμιγάρι — πανσλαβισμός — ρωποπώλης — ατμολουτήρ — επισκέπτομαι — ζερνεκαδές — μαγεία — βιντεοκασέτα — προελληνικός — αγκαλιαστός — ελέφαντας |
|||