Новогреческий словарь
ύπερ-
ύπερ-
первая часть сложных слов, означ. :
а) сверх; пере-, пре-; чрез-, над; очень;
υπεράνθρωπος, υπεραγαπώ, υπερβαίνω; —
б) за, в пользу:
υπερασπίζω, υπερμαχώ —
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ύπερ-
? —
#
(ново)греческий словарь
—
μετάλλινος
—
ενηλικότητα
—
αλιάνιστος
—
ζουμπουλάκι
—
ανάπαλιν
—
τερατωδώς
—
παλιοπούστης
—
ρυμοτομικός
—
μπλόκο
—
εκθειοστικός
—
πλέω
—
τσιτσέκι
—
απηυθυσμένο
—
αρρόγευτος
—
ανθόγαλα
—
θάλλω
—
αυτόφυτος
—
αδιπλάρωτος
—
αντιθετικότητα
—
αρβύλη
—
γνέφω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве