Новогреческий словарь
αναχορηγητής
αναχορηγητ|ής
ο
поставщик; снабженец
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
поставщик
? —
αναχορηγητής
как на
(ново)греческом
будет слово
снабженец
? —
αναχορηγητής
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναχορηγητής
? — поставщик, снабженец
#
(ново)греческий словарь
—
καταδότρια
—
αυθυπαρξία
—
σταυρουδάκι
—
ναυτίση
—
επανορθωτής
—
παραμόνεμα
—
κεραμιδαρειό
—
εκλεπίζω
—
απέχθεια
—
ανακόλλημα
—
μεσόθυρο
—
θυία
—
ψηφιδωτό
—
οχυρωμένος
—
αδιατύπωτος
—
Ολύμπια
—
γωνιολάβος
—
αρχοντικο
—
ομοιοπολικός
—
κλημακοειδής
—
προστρίβω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве