|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λαπαροσκόπιο? — — τσεμπέρι — ξυρόν — αρράπιστος — φουντίτσα — σαινσιμονισμός — ακτημοσύνη — φορτηγίδα — επιχώνομαι — βαθύσκαπτος — δουλίτσα — αράπικος — άλα — ακηδεμόνευτος — τσίκλα — ασυντρόφευτος — απόρθητα — ράφτω — απιδόκρασο — τσιγγουνιά — προγαμιαίος — ιδιότυπος |
|||