Новогреческий словарь
λεβάντα
λεβάντα
η 1) бот.
лаванда
;
2)
одеколон
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лаванда
? —
λεβάντα
как на
(ново)греческом
будет слово
одеколон
? —
λεβάντα
как с
(ново)греческого
переводится слово
λεβάντα
? — лаванда, одеколон
#
(ново)греческий словарь
—
γεροντοκορισμός
—
αποθαλάσσωση
—
μπουμπούνισμα
—
τρέμολο
—
αμμότοπος
—
πούτσαρος
—
ρέμπελος
—
καυτήρι
—
ανοσφρησία
—
βοώ
—
αεροθεραπευτήριον
—
καμπιάζω
—
βαμβακοσυλλέκτης
—
ερωτοτροπία
—
καλτσοποιία
—
αιματεμεσία
—
απέθαντος
—
ευχαρίστηση
—
αλεπότρυπα
—
γελοιογραφικός
—
εμβρυοθυλάκιον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве