|
редко капающий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово редко капающий? — αριοστάλαχτος как с (ново)греческого переводится слово αριοστάλαχτος? — редко капающий — ζευγολάτης — μυριοπτέρυγος — αφόπλιση — χρυσόμυγα — διλεττάντης — Μολδαυή — αγκύλωση — εκπίπτομαι — κάλπικος — όψη — αναπαλαίω — διακλύζω — συντρίμμι — ακάτιος — ανάγλυφος — παράσελμα — φαβορίτα — προβατήσιος — αεροβάμων — αλλοιωτό — ισοβίτης |
|||