|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τρισπήλαιος? — — λιναρόσπορος — βουλιμία — φυγή — υπομονητικός — λεπτοσανίδα — καρκινοφοβία — συγχωρητήριον — μωρό — φαρμακοτεχνία — ψωριώ — δεσμευτικός — κατάποση — νερώνω — βαρυοσμία — βιοπαλαίστρια — κουνελοτροφείο — σφαιρικότητα — ενόπλως — ακατάρτιστος — αποσπασματάρχης — κακοκοιτάζω |
|||