|
уст. в другое место #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово в другое место? — αλλοσε как с (ново)греческого переводится слово αλλοσε? — в другое место — πτιλώδης — ψηλομύτα — λιθογράφος — δωμάτιο — ποιητικός — καύχηση — ωτιαίος — αβανταδόρα — φαλλίρω — ενδύω — πηδαλιούχος — βοτάνι — διάταγμα — βαδισμός — προδομένος — ευσύνοπτος — γοργοκάραβο — ριγώ — κοπρολογία — ταπητουργός — κερασέα |
|||