|
ο мин. галенит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово галенит? — γαληνίτης как с (ново)греческого переводится слово γαληνίτης? — галенит — ζυγγίβερη — στερεοτυπώνω — ξαγοράζω — γόμωση — ελασματοποιώ — τρομπάρω — ειρωνευτής — τίθημι — θήκη — σλαυισμός — κινούμαι — διακολυμβώ — κατσάδιασμα — χλωροφόρμηση — καταληστεύω — απροσωπόληπτον — αποθηρίωση — εγγλέζα — μπνμπίκι — παιδαριώδες — μεσοβορρας |
|||