|
плодоносящий дважды в год #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плодоносящий дважды в год? — δίκαρπος как с (ново)греческого переводится слово δίκαρπος? — плодоносящий дважды в год — απότακτος — σφυρηλάτηση — διαμέτρημα — άδοξος — ξερριζώνομαι — εφτάδιπλος — ανισόρροπος — μηνίω — μοτόν — δοκογέφυρα — εξαφριστήρας — χιονενιάτη — αγελαδήσιος — αθεάτριστος — τετράγλωσσος — αμπάς — ροφητός — ευεκτώ — αποκάτου — παρασύνθετος — περιπατητικός |
|||