|
доказывающий от противного; ~ή απόδειξη — доказательство от противного #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово доказывающий от противного? — απαγωγικός как с (ново)греческого переводится слово απαγωγικός? — доказывающий от противного — ανεμοπορία — πορτοκαλέα — επισπώμαι — μελανιά — αναντικατάστατος — Τιτάνες — αχανές — γιουβετσάκι — λεμές — οπλοφόρος — ασημοκέρατος — γύψος — ξηροκαμπία — αυτοχειρία — διαδόσιμος — γατάκι — χρησιμοθηρικός — αδικοβγάλτισσα — φίλαθλος — υγιεινή — τουρκολογία |
|||